τυροὶ κυκλιάδες AP6.299
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κυκλιάς — κυκλιάς, άδος, ὁ, ἡ (Α) [κύκλιος] αυτός που έχει κυκλικό σχήμα … Dictionary of Greek
κυκλίας — κυκλίᾱς , κύκλιος round fem acc pl κυκλίᾱς , κύκλιος round fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)